- ύπερον
- το пест, пестик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὕπερον — neut nom/voc/acc sg ὕπερος pestle masc acc sg ὕπερος pestle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόν — ὑπέρ εἰμί sum pres part act masc voc sg ὑπέρ εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροις — ὕπερον neut dat pl ὕπερος pestle masc dat pl ὕπερος pestle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροισι — ὕπερον neut dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle masc dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροισιν — ὕπερον neut dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle masc dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρου — ὕπερον neut gen sg ὕπερος pestle masc gen sg ὕπερος pestle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρων — ὕπερον neut gen pl ὕπερος pestle masc gen pl ὕπερος pestle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρῳ — ὕπερον neut dat sg ὕπερος pestle masc dat sg ὕπερος pestle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπερα — ὕπερον neut nom/voc/acc pl ὕπερος pestle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek
πρατήνιον — τὸ, Α 1. (αττ. τ.) το ὕπερον* 2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον ἡλικία τις αἰγός» και τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν ὁ… … Dictionary of Greek